ομοιότητα

ομοιότητα
Δύο σχήματα χαρακτηρίζονται όμοια αν είναι δυνατό να καθοριστεί μεταξύ των σημείων τους μια αμφιμονοσήμαντη αντιστοιχία, η οποία διατηρεί τα σημεία που βρίσκοντα σε ευθεία, έτσι ώστε ο λόγος (έστω λ) μεταξύ δύο οποιωνδήποτε αντίστοιχων τμημάτων να είναι σταθερός: από αυτό προκύπτει ότι οι γωνίες δύο όμοιων σχημάτων είναι ίσες, οι επιφάνειες έχουν μεταξύ τους λόγο λ2 και οι όγκο λόγο λ3 (το λ ονομάζεται λόγος ομοιότητας). Η ο. είναι μία προβολικότητα, η οποία στο επίπεδο έχει ως ομόθετα σημεία τα κυκλικά σημείο και στον χώρο τον απόλυτο κύκλο. Η ο. λέγεται ευθεία ή αντίστροφη, αν κατά την αντιστοιχία οι προσανατολισμοί των δύο τριγώνων –αν πρόκειται για επίπεδο– ή δύο τετραέδρων –αν πρόκειται για τον χώρο– είναι οι ίδιοι ή αντίθετοι. Στην ευθεία οι ο. (οι οποίες είναι °°2) εξαρτώνται από δύο παραμέτρους, στο επίπεδο εξαρτώνται από τέσσερις και στον χώρο από εφτά. Το γινόμενο δύο ο. είναι επίσης μια ο. και το αντίστροφο μιας ο. είναι και αυτό μια ο.· κατά συνέπεια, οι ο. αποτελούν μία ομάδα, που δεν είναι αβελιανή. Μια ιδιαίτερη ο. είναι η ομοιοθεσία· σε αυτήν οι, ευθείες που συνδέουν τα αντίστοιχα σημεία διέρχονται όλες από ένα και το αυτό σημείο, το κέντρο ομοιοθεσίας. Με το φαινόμενο αυτό ασχολείται η προβολική γεωμετρία.
* * *
και ομοιότης, η (ΑΜ ὁμοιότης) [όμοιος]
η ιδιότητα τών ομοιων, το να είναι κάποιος ή κάτι όμοιο(ς) με άλλο ή άλλα, η ταυτότητα ή κοινότητα μορφής ή χαρακτηριστικών γνωρισμάτων
νεοελλ.
1. (λογ.) συμφωνία πραγμάτων ή καταστάσεων βάσει ορισμένων γεγονότων
2. (γεωμ.) η ιδιότητα τών όμοιων σχημάτων κατά την οποία αυτά έχουν τις πλευρές ανάλογες και τις γωνίες ίσες
4. φρ. «νόμος ομοιότητας»
(μηχανολ.) σύνολο συνθηκών που επιβάλλεται να ισχύουν κατά την κατασκευή ενός υποδείγματος, ή μακέτας, αεροπλάνου, πλοίου, μηχανής κ.ά. κατασκευής έτσι ώστε να τηρούνται όλες οι ιδιότητες τού υποδείγματος όταν αυτό κατασκευαστεί σε φυσικό μέγεθος υπό συνθήκες κανονικής λειτουργίας
αρχ.
1. (η δοτ. ως επίρρ.) ὁμοιότητι
ομοίως, όμοια («τὴν κεφαλὴν περιστήσας κύκλῳ περὶ τὸν τράχηλον ἐκόλλησεν ὁμοιότητι», Πλατ.)
3. φρ. α) «ὁμοιότητι τέταγμαι» — κατέχω θέση όμοια με τη θέση άλλου
β) «ὁμοιότητι εἰμι κατά τι» — μοιάζω με κάτι
γ) «καθ' ὁμοιότητα λέγεσθαι» — το να λέγεται κάτι σε συσχετισμό με κάτι άλλο
δ) «καθ' ὁμοιότητα»
i) κατά τον ίδιο τρόπο με κάποιον άλλο
ii) στην περίπτωση που...

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ομοιότητα — η η ιδιότητα του όμοιου, το μοιάσιμο: Καταπληχτική ομοιότητα έχουν τα δύο αδέρφια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὁμοιότητα — ὁμοιότης likeness fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψυχολογία — Ο όρος χαρακτηρίζει, όπως δείχνει και η ετυμολογία του, την επιστήμη της ψυχής και από την άποψη αυτή αποτελεί μέρος της φιλοσοφίας. Από τα τέλη όμως του 19ου αι. πήρε δική της μορφή και αποτελεί ανεξάρτητη επιστήμη, της οποίας το περιεχόμενο… …   Dictionary of Greek

  • δυναμική — (Φυσ.). Η μελέτη της κίνησης των σωμάτων σε συσχετισμό με τις δυνάμεις που επενεργούν σε αυτά ή που ασκούν πίεση σε αυτά. Η δ. είναι ο κλάδος της μηχανικής που μελετά τις κινήσεις των σωμάτων σε σχέση με τα αίτια που τις προκαλούν. Διαφέρει από… …   Dictionary of Greek

  • συνωνυμία — Πολύ στενή ομοιότητα στη σημασία ανάμεσα σε δύο διαφορετικές λέξεις που ανήκουν στην ίδια γλώσσα. Αν και στην καθημερινή ομιλία συνήθως δε λαμβάνονται πολύ υπόψη οι ελαφρές διαφορές στη σημασία ανάμεσα στις συνώνυμες λέξεις, το αντίθετο συμβαίνει …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τέχνη (Βυζάντιο) — Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΤΕΧΝΗ Για τους περισσότερους ανθρώπους το Βυζάντιο αντιπροσωπεύει ένα κράτος που επέζησε για σχεδόν 1.200 χρόνια και συνέβαλε σημαντικά στη διάδοση του χριστιανισμού και στη διαφύλαξη του αρχαίου ελληνικού και ρωμαϊκού πνεύματος. Για… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • подобиѥ — ПОДОБИ|Ѥ (68), ˫А с. 1.Подобие, сходство, нечто похожее; уподобление: [о Борисе и Глебе] вѣрьныимъ людьмъ тепла˫а заступьника… вьсе˫а вьселены˫а наслажениѥ. мѹжеѹмьныимь съмыслъмь. бѣсовьскѹю дьржавѹ раздрѹшьша˫а. христовъмь подобиѥмь. подающааго …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • αλά — Ομοιωματικό μόριο, κυρίως της καθομιλουμένης, που συντάσσεται με κύρια ονόματα (συνήθως εθνικά), σε επιρρηματικές φράσεις. Προέρχεται από το γαλλικό à la ή το ιταλικό alla και δηλώνει μίμηση, ομοιότητα ή παρεμφερή ιδιότητα. Π.χ. έστριψε αλά… …   Dictionary of Greek

  • μιμητισμός — Η ικανότητα πολλών ζώων και φυτών να παίρνουν μορφές, χρώματα, στάσεις, χαρακτηριστικά άλλων ειδών ή αντικειμένων του εξωτερικού περιβάλλοντος. Η μίμηση αυτή ενεργεί ως προστατευτικό καμουφλάρισμα, όταν συντελεί στην προστασία από τις επιθέσεις… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”